- ντοβάρι
- τοβλ. ντουβάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντουβάρι — και ντοβάρι, το 1. κτιστό περίφραγμα χώρου, τοίχος 2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από περιορισμένες δυνατότητες μάθησης, που έχει δυσκολίες στη μάθηση, βλάκας 3. φρ. «τά βρήκε ντουβάρι» βρήκε μεγάλες δυσκολίες στο να πετύχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek